ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ο (Α ἀντίδικος, -ον)
ο αντίπαλος σε δίκη, ο καθένας από τους δύο διαδίκους
αρχ.
1. ο εναγόμενος, ο κατηγορούμενος
2. ο μηνυτής, ο ενάγων
3. ο εχθρός, ο αντίπαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + -δικος < δίκη.