ἀνάπευσις

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀναπυνθάνομαι)

   A inquiry, Charito 3.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπευσις: -εως, ἡ, (ἀναπυνθάνομαι) ἐρώτησις, ἔρευνα, Χαρίτων 3. 4.

Greek Monolingual

ἀνάπευσις (-εως), η (Α) ἀναπυνθάνομαι
η εκ νέου ερώτηση, επισταμένη εξέταση.