ἀνάπευσις

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπευσις Medium diacritics: ἀνάπευσις Low diacritics: ανάπευσις Capitals: ΑΝΑΠΕΥΣΙΣ
Transliteration A: anápeusis Transliteration B: anapeusis Transliteration C: anapefsis Beta Code: a)na/peusis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἀναπυνθάνομαι) inquiry, Charito 3.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπευσις: -εως, ἡ, (ἀναπυνθάνομαι) ἐρώτησις, ἔρευνα, Χαρίτων 3. 4.

Greek Monolingual

ἀνάπευσις (-εως), η (Α) ἀναπυνθάνομαι
η εκ νέου ερώτηση, επισταμένη εξέταση.