ἀργινεφής

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ές,

   A clouded with white, ὀπός S.Fr.534.2 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργινεφής: -ές, ὁ λευκὸς ὡς νέφος λευκόν, ὀπὸς Σοφ. Ἀποσπάσμ. 479.

Spanish (DGE)

(ἀργῐνεφής) -ές semejante a una nube blanca ὀπός S.Fr.534.2.

Greek Monolingual

ἀργινεφής (-οῡς), -ές (Α)
λευκός σαν σύννεφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -νεφής < νέφος (πρβλ. ευρυνεφής, κελαινεφής κ.ά.)].