ἀρρηνής

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ές,

   A fierce, savage, of dogs, Theoc.25.83, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρηνής: -ές, ἄγριος ἐπὶ κυνῶν, Θεόκρ. 25. 83, «ἀρρηνές· ἄγριον, δυσχερὲς» Ἡσύχ. (ἴσως ἰσοδύναμος τύπος τοῦ ἄρρην: κατὰ τὸν Λοβ. Παθολ. 194, ὀνοματοποιία ἐκ τοῦ κνυζήματος (τοῦ γρυνιάσματος) κυνός, πρβλ. litera canina).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
hargneux, méchant.
Étymologie: ἀ, ῥήν.

Spanish (DGE)

-ές
fiero, feroz de perros, Theoc.25.83, cf. Hsch.

• Etimología: Prob. término expresivo, quizá deriv. de ἀρράζω (ἀράζω) ‘ladrar’.

Greek Monolingual

ἀρρηνής, -ές (Α)
(για σκύλους) άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προελεύσεως. Συνδέεται πιθ. με το ρ. αράζω (II) ή αρράζω «γαυγίζω, γρυλίζω», ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο -ρρρ-, ο οποίος αποδίδει το γαύγισμα του σκύλου. Ως προς την κατάληξη, η λ. σχηματίστηκε κατά τα απηνής, στρηνής.