αγιοσύνη

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἁγιωσύνη)
1. αγιότητα, ιερότητα
2. (ως προσφώνηση αρχιερέως και ιερέως) «η αγιοσύνη σου».
μσν.
η αγνότητα (ως μια από τις αρετές που συνθέτουν την αγιοσύνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + παραγ. κατάλ. -σύνη].