η (Α ἄνθησις)1. το να βγάζει άνθη ένα φυτό2. το να είναι ένας τόπος ανθισμένος, γεμάτος ανθισμένα φυτάνεοελλ.η ακμή, η εξαιρετική ανάπτυξη («η άνθηση του πολιτισμού»).