ανάρια

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

επίρρ. ανάριος
1. σε αραιά διαστήματα
2. κάπου κάπουανάρια ανάρια το φιλί για να’ χει νοστιμάδα» — η συχνή επανάληψη καταντάει βαρετή
3. αργά αργά.