ανάριος
From LSJ
Greek Monolingual
και ανάργιος –α, -ο
1. ο μη πυκνός, ο αραιός κατά τη σύσταση
2. ο τοποθετημένος σε αραιά διαστήματα
3. επίρρ. ανάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αριός < αραιός, με συνίζηση.
ΠΑΡ. αναριάζω, αναριεύω, αναριοσύνη, αναριώνω.
ΣΥΝΘ. αναριοδόντης, αναριοδουλεύω].