αχώριστος

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχώριστος, -ον)
1. αυτός που δεν χωρίζεται ή δεν είναι δυνατόν να χωριστεί, ο αδιαίρετος
2. εκείνος που δεν μπορεί να χωριστεί από κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
(για συζύγους) ο αδιάζευκτος, που δεν χώρισε
αρχ.
εκείνος για τον οποίο δεν ορίστηκε χώρος, θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χωρίζω < χωρίς, ενώ με την αρχαία σημασία «εκείνος για τον οποίο δεν ορίστηκε χώρος, θέση» < α- στερ. + χωρίζω (< χώρα) «φέρω σε κάποια θέση, τόπο»].