αδιάζευκτος
From LSJ
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιάζευκτος, -ον) διαζευγνύω
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει διαζευχθεί, δεν έχει πάρει διαζύγιο
αρχ.
αδιαχώριστος, αχώριστος, αδιάσπαστος.