Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(Α ἀναλείχω)γλείφωνεοελλ.1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι2. αναδίδω υγρασία3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λείχω.ΠΑΡ. νεοελλ. αναλειχάδα].