άψυχος

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄψυχος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ψυχή ζωή («τα έμψυχα και τα άψυχα»)
2. ο νεκρός
3. ο μικρόψυχος, ο δειλός
(μσν-νεοελλ.)
1. λιπόθυμος, αναίσθητος
2. άτονος
3. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος
αρχ.
φρ. «ἄψυχος βορά» — μη ζωική, φυτική τροφή.