ἄψυχος
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
English (LSJ)
ἄψυχον,
A lifeless, inanimate, πόθῳ Archil.84; μνημεῖ' ἄψυχ' ἐμψύχων Simon.106.4, cf. E.Fr.655, Tr. 623; λωτὸς ἄψυχος παγεὶς ἔμπνουν ἀνίει Μοῦσαν Sopat.10; ἃ ἀψυχότατα τῶν ὀστῶν = with least life or sensation, Pl.Ti.74e, cf. Arist.de An.413a21, etc.; ἄψυχοι θεοί, of statues, Timae.127.
2 ἄψυχος βορά = non-animal food, E.Hipp. 952.
II spiritless, faint-hearted, κάκη A.Th.192; ἀνήρ Trag.Adesp.337: ἀψυχότεραι αἱ θήλειαι [ἐλέφαντες] Arist.HA610a21; of style, lifeless, D.H.Dem.20. Adv. ἀψύχως = lifelessly, without life, cowardly Poll.2.227.
III materialistic, λόγος Porph.Gaur.14.4 (Comp.).
Spanish (DGE)
(ἄψῡχος) -ον
I en rel. c. el principio vital
1 de pers. falto de aliento vital, falto de vida de los muertos δῶρον ἀψύχῳ νεκρῷ E.Tr.623
•subst. οἱ ἄψυχοι = los muertos τοῦδε σφαγίου ποτὸν ἀψύχοις αἷμα μεθίει A.Fr.273a.4, ἠτρέμιζον ὥσπερ ἄψυχοι D.C.41.58.2
•fig. ἔγκειμαι πόθῳ ἄ. estoy rebosante de amor, sin vida Archil.95.2
•de estatuas o imágenes οὐκ ἂν προδοίην καίπερ ἄψυχον φίλον E.Fr.655, εἰπὼν οὐ δεῖν προσέχειν ἀψύχοις θεοῖς Timae.32, ἀψύχοις γὰρ πεποιθότες εἰδώλοις LXX Sap.14.29, ἀψύχοισιν ἐοικότες εἰδώλοισιν ἀνέρες A.R.4.1280, subst. οὐκ αἰσχύνεται τῷ ἀψύχῳ προσλαλῶν LXX Sap.13.17
•fantasmal ἄψυχον εἰκὼ προσγελῶσα σώματος del reflejo de una mujer en el espejo, E.Med.1162, τίνα μοι δύστατον ὄνειρον πέμπεις ... ψυχὰν ἄψυχον ἔχοντα; Ar.Ra.1334, cf. Nic.Al.125.
2 sin principio vital, inanimado, inerte op. ἔμψυχος: μναμεῖα θανόντων ἄψυχ' ἐμψύχων ἅδε κόνις Simon.116.4D, σῶμα Pl.Phdr.245e, ἄν τις ... μιμήσασθαι δυνηθείη μᾶλλον τοὺς ἐμψύχους ἄνδρας τῶν ἀψύχων κατασκευασμάτων Plb.10.21.4, ἄ. ... τοῦ Σολομῶντος ναός Apoll.Fr.2, οὐ γάρ τι ἄψυχον ἐμψύχου ... βέλτιον D.C.Epit.7.25.3
•de ciertas partes del cuerpo: ὅσα μὲν οὖν ἐμψυχότατα τῶν ὀστῶν ... ἅδ' ἀψυχότατα Pl.Ti.74e, gener. del embrión, Arist.GA 736a32
•de elementos διὰ τούτων γεγονέναι ὄντων ἀψύχων Pl.Lg.889b (= Emp.A 48), ἄ. πέτρη AP 7.9 (Damag.), ἄψυχα σώματα Plot.3.1.3, 6.1.7, del universo ὥσπερ ἄψυχον οἰκίαν Plot.4.4.36, cf. ἄτοπον τὸν οὐρανὸν ἄψυχον λέγειν Plot.4.3.7, de abstr. ἄψυχόν τε καὶ ἀσχημάτιστον οὐσίαν Eus.LC 12
•de instrumentos musicales, ref. a la cítara ἀγραύλοις κεράεσσιν ἐν ἀψύχοις ἀχεῖ μουσᾶν ὕμνους E.Io 883, ἢ τὴν φωνὴν ἢ τὸ στόμα ... πολὺ διαφέρειν τῶν ἀψύχων ὀργάνων Aristox.Harm.51.15, νάβλας ... ᾧ λωτὸς ἐν πλευροῖσιν ἄ. παγεὶς ἔμπνουν ἀνίει μοῦσαν Sopat.10, subst. τὰ ἄψυχα φωνὴν δίδοντα, εἴτε αὐλὸς εἴτε κιθάρα 1Ep.Cor.14.7, δεινὴ γὰρ ὡς θεία τέχνη καὶ διὰ τῶν ἀψύχων δρᾶσαί τι Aristid.Quint.90.6
•de la alimentación vegetariana δι' ἀψύχου βορᾶς E.Hipp.952, εἰς διατροφὴν καὶ εἴ τι τῶν ἀψύχων ἕτερον βούλοιτο I.AI 10.190, ἡσύχασον ἀψύχοις τροφαῖς PMag.7.441
•de sacrificios incruento θυσίαις ... ἐχρῆτο ἀψύχοις D.L.8.20 (= Pythag.A 9)
•subst. τὸ ἄψυχον, τὰ ἄψυχα = lo inanimado, (los) seres inanimados ψυχὴ πᾶσα παντὸς ἐπιμελεῖται τοῦ ἀψύχου Pl.Phdr.246b, τὸ ἔμψυχον δὴ τοῦ ἀψύχου ... διαφέρειν δοκεῖ, κινήσει τε καὶ τῷ αἰσθάνεσθαι Arist.de An.403b26, ἀντὶ τῶν ἀνδρῶν ἀμυνεῖσθαι τὰ ἄψυχα I.BI 6.241, πῶ ἐν ζῴῳ ἐμψύχῳ ἄψυχον; Plot.3.4.2, πλουτίζουσι τὰ ἀνάξια καὶ τὰ ἄψυχα Hp.Ep.17, καὶ τοῖς ἀψύχοις μεταδιδόναι ψυχῆς D.L.1.24 (= Thales A 1), cf. Arist.de An.424b13, Demetr.Eloc.81, I.BI 1.377, Plot.2.9.18
•op. ζῷα, τὰ ζῷα ... τὰ δὲ ὡς τὰ ἄψυχα Chrysipp.Stoic.2.205, καὶ οὐκ ἐπὶ τῶν ζῴων μόνων ... ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ἀψύχων Plu.2.9c
•op. τὰ ἐν τοῖς φυτοῖς Arist.Mete.390a17.
II que no tiene alma racional, irracional de animales τὸ καλὸν ... καὶ ἐν ἵππῳ ... καὶ ἐν τοῖς ἀψύχοις X.Smp.5.3, εἰ τοίνυν τῶν ἀψύχων καὶ μὴ μετεχόντων τοῦ φρονεῖν οὐδέν ἐσθ' ὅσιον D.23.76, εἴτ' οὖν ἄφυχον εἴτ' οὖν ἀνόητον Gr.Nyss.Apoll.208.21, de pers. οἶδε καὶ ἀψύχους ἀνθρώπους ἡ Γραφὴ καλεῖν Chrys.M.62.569, subst. κακὸν γὰρ καὶ ἀγαθὸν οὐδὲν λόγου ἄξιόν ἐστι τοῖς ἀψύχοις Pl.Ep.335a, cf. Plu.2.960c.
III op. εὔψυχος
1 poco animoso, que no tiene valor τῶν κυνῶν ... αἱ τοιαίδε μικραὶ ... ἄψυχοι, ἄρρινες X.Cyn.3.2, ἄψυχον ἄνδρα λαμβάνειν Trag.Adesp.337, εἰσὶ ... αἱ θήλειαι (ἐλέφαντες) καὶ ἀψυχότεραι Arist.HA 610a21, ὢν οὐκ ἄ. Plb.36.8.3
•propio del que tiene poco ánimo o valor ἄψυχον κάκην A.Th.192, τύπος ἦν ἄναιμος, ἄσαρκος, ἄ. Fauorin.Cor.45, cf. Hsch.
2 ret. que no tiene vigor ἄψυχον αὐτοῦ ... εἶναι τὴν λέξιν Hieronym.Phil.52a, ἄ. ... ἡ διάλεκτος αὐτοῦ D.H.Dem.20, ὥσπερ ἀψύχους εἰσαγαγόντων τὰς συγγραφάς Marcellin.Vit.Thuc.38.
IV no espiritual, materialista Porph.Gaur.14.4.
V adv. ἀψύχως
1 sin vida Poll.2.227.
2 cobardemente οὕτως εὐχερῶς καὶ ἀψύχως ἐπὶ θάνατον ἔσπευσας Vit.Aesop.G 85.
German (Pape)
[Seite 421] (ψυχή), 1) leblos, νεκρός Eur. Troad. 619; βορά, Speise von einer leblosen Sache, Hipp. 959; ἄψυχον, dem ἔμψυχον entgeggstzt, Plat. Soph. 227 a u. öfter; den ζᾠα entgeggstzt Plut. Them. 11; γράμματα Num. 22. – 2) muthlos, feig, Aesch. Spt. 175, B. A. 17, was Poll. 3, 136 mißbilligt; von Schriftstellern, geistlos, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans souffle, sans vie ; ἄψυχος βορά EUR nourriture non animale, càd nourriture végétale;
2 fig. sans cœur, lâche.
Étymologie: ἀ, ψυχή.
Russian (Dvoretsky)
ἄψῡχος:
1 безжизненный, неживой, неодушевленный Soph., Eur., Plat., etc.;
2 не животный, растительный (βορά Eur.);
3 малодушный, трусливый, робкий Aesch. Xen., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἄψῡχος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ζωήν, στερούμενος ψυχῆς, ἀντίθετον τῷ ἔμψυχος, Ἀρχίλ. 77, Σιμωνίδ. 111, Σοφ. Ἀποσπάσμ. 743, Εὐρ. Τρῳ. 619, Συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ. 2) ἄψ. βορά, οὐχὶ ζωϊκὴ τροφή, Εὐρ. Ἱππ. 952. ΙΙ. μικρόψυχος, δειλός, ἄτολμος, κάκη Αἰσχύλ. Θήβ. 192· ἀνὴρ Κωμ. Ἀνών. 253· ἀψυχότεραι αἱ θήλειαι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1, 30· ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 20: ‒ Ἐπίρρ. ἀψύχως, Πολυδ. Βʹ, 227.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and ψυχή; lifeless, i.e. inanimate (mechanical): without life.
English (Thayer)
ἄψυχον (ψυχή), without a soul, lifeless: Archilochus (700 B.C.>), Simonides and) Aeschylus down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄψυχος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ψυχή ζωή («τα έμψυχα και τα άψυχα»)
2. ο νεκρός
3. ο μικρόψυχος, ο δειλός
(μσν-νεοελλ.)
1. λιπόθυμος, αναίσθητος
2. άτονος
3. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος
αρχ.
φρ. «ἄψυχος βορά» — μη ζωική, φυτική τροφή.
Greek Monotonic
ἄψῡχος: -ον (ψυχή)·
I. 1. άψυχος, αυτός που δεν έχει ζωή, σε Σιμων., Ευρ., Πλάτ.
2. ἄψυχος βορά, η μη ζωϊκή τροφή, σε Ευρ.
II. άτολμος, λιπόψυχος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ψυχή
I. lifeless, inanimate, Simon., Eur., Plat.
2. ἄψ. βορά non-animal food, Eur.
II. spiritless, faint-hearted, Aesch.
Chinese
原文音譯:¥yucoj 阿-普需何士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-涼爽
字義溯源:無生命的,無生氣的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=無)與(ψυχή)=呼吸)組成;其中 (ψυχή)出自(ψύχω)*=呼氣,活著)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 無生命之物(1) 林前14:7
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον inanimado de alimentos ποίησον παράθεσιν ἐν ἀψύχοις φαγήμασιν prepara una ofrenda con alimentos de seres inanimados P I 23 ἡσύχασον ἀψύχοις τροφαῖς χρώμενος descansa y toma comida vegetal P VII 441 P LXVII 2 (fr. lac.)
Translations
fainthearted
Bulgarian: страхлив, малодушен; nMandarin: 膽怯, 胆怯, 無勇氣的, 无勇气的, 无勇气的; Danish: frygtsom, forsagt; French: timoré; German: zaghaft, feige, mutlos, schüchtern, furchtsam; Gothic: 𐌲𐍂𐌹𐌽𐌳𐌰𐍆𐍂𐌰𐌸𐌾𐌹𐍃; Ancient Greek: ἄθυμος, ἄψυχος, δειλόψυχος, κακόσπλαγχνος, μαλακός, μαλακόψυχος, μαλθακός, μόλθακος, ὀλιγόψυχος, φιλόψυχος; Hungarian: bátortalan; Japanese: 勇気のない; Kyrgyz: коркок, жүрөгү жок; Manx: faase-chreeagh; Maori: harotu, hōpīpī, hopī, tunutunu; Norwegian Bokmål: forknytt; Russian: малодушный, трусливый, робкий, боязливый, слабый духом; Spanish: pusilánime, medroso, apocado; Swedish: försagd, klenmodig, modlös, räddhågad, nedslagen, rädd, osäker; Turkish: ürkek
coward
Afrikaans: lafaard, papbroek; Albanian: frikacak; Arabic: جَبَان; Armenian: վախկոտ, ղզիկ; Azerbaijani: qorxaq; Bashkir: ҡурҡаҡ; Basque: koldar; Belarusian: баязлі́вец, баязлі́ўка, палахлі́вец, палахлі́ўка; Bulgarian: страхливец, страхливка; Catalan: covard; Cebuano: talawan; Chakma: 𑄛𑄘𑄢; Chamicuro: s̈hamle'c̈homa; nMandarin: 懦夫, 孬種, 孬种, 孱頭, 孱头, 膽小鬼, 胆小鬼; Chukchi: айыԓгыԓьын; Crimean Czech: zbabělec, zbabělkyně, bázlivec, posera; Danish: bangebuks, kujon, kryster; Dutch: lafaard, slapjanus, watje; Erzya: тандаль; Esperanto: malkuraĝulo, timemulo, timulo, poltrono; Estonian: argpüks; Faroese: bloyta, ræðuskítur, rædduskítur, bløka, ónytta; Finnish: pelkuri; French: couard, couarde, poltron, poltronne, froussard, froussarde, lâche; Galician: covarde, cagainas; Georgian: მშიშარა, მხდალი, ლაჩარი, ჯაბანი, ქვეშაჯვია; German: Feigling, Angsthase, Schisser, Schisserin, Hosenscheißer, Warmduscher; Greek: δειλός, δειλή, άνανδρος, κότα, φοβιτσιάρης, κιοτής, φοβητσιάρης; Ancient Greek: ἀβλεμής, ἀγεννής, ἀθέλιμνος, ἀθυμητής, ἄθυμος, αἰκέλιος, ἀκάρδιος, ἀνάλκιμος, ἄναλκις, ἄνανδρος, ἀνδρογύνης, ἄνευρος, ἀπομάλακος, ἀπότολμος, ἀσπιδαποβλής, ἄσπλαγχνος, ἄτολμος, ἀφάρυμος, ἀφιλοπόλεμος, ἄψυχος, βληχρός, γυναικίας, δεδείκελος, δειδήμων, δείλανδρος, δειλός, δειλόψυχος, δειμαλέος, ἐκπάλαιστος, ἐλεγχής, ἔνδειλος, κακόσπλαγχνος, λευκηπατίας, λυγρός, μαλακός, μαλακόψυχος, μαλθακός, ὀλιγόψυχος, περίδειλος, ῥίψασπις, τρέστης, φιλόζωος, φιλόψυχος, φυγαίχμης, φυγόμαχος, φύξηλις; Haitian Creole: kapon; Hebrew: פַּחְדָן, פחדנית, מוּג לֵב; Hindi: कायर, डरपोक, बुज़दिल, बुजदिल; Hungarian: gyáva; Icelandic: bleyða; Ido: poltrono, deskurajozo; Ilocano: natakrot; Indonesian: pengecut; Irish: cladhaire; Italian: codardo, pusillanime, vigliacco, vile, coniglio; Ivatan: matahaw; Japanese: 臆病者, 怖がり, 怖がり屋, 腰抜け, 弱虫, 卑怯者; Kapampangan: bayugin, galgawu, mataloti; Kazakh: қорқақ; Khmer: អ្នកកំសាក, កំសាក; Korean: 겁쟁이, 비겁자(卑怯者), 겁꾸러기, 겁보, 겁부(怯夫); Kurdish Northern Kurdish: tirsok, newêrek, bêcesaret, bêkulek, tirsonek, tirsoke; Kyrgyz: коркок; Lao: ຄົນຕາຂາວ, ຄົນຂີ້ຢ້ານ; Latvian: gļēvulis, gļēvule; Lithuanian: bailys; Luxembourgish: Feigling; Macedonian: кукавица, страшливец; Malagasy: fananga; Malay: pengecut; Malayalam: ഭീരു; Manx: aggleydagh; Maori: tautauhea, tautauwhea, tautauā, whiore hume, hukehuke, hamo pango, poromataku; Maranao: talaw; Middle English: coward; Mongolian Cyrillic: аймхай хүн, хулчгар хүн; Norwegian Bokmål: feiging, reddhare; Nynorsk: feiging, reddhare; Occitan: coard; Old English: earg; Persian: ترسو, نامرد, بزدل; Plautdietsch: Schietstremp; Polish: tchórz, strachajło, bojaźliwiec; Portuguese: covarde; Romanian: laș, lașă; Russian: трус, трусиха, трусишка, ссыкун, бздун, ссыкло, бояка, боягуз, боягузка; Scottish Gaelic: cladhaire, gealtaire; Serbo-Croatian Cyrillic: ку̏кавица; Roman: kȕkavica; Shan: ၵူၼ်းၶီႈယၢၼ်ႈ; Shor: қортуқ; Slovak: zbabelec, zbabelkyňa, bojazlivec, ustrašenec; Slovene: strahopetnež, strahopetnica; Spanish: cobarde, gallina; Swahili: mwoga; Swedish: fegis, mes; Tagalog: duwag; Tajik: тарсу, тарсончак, номард, буздил; Tatar: куркак; Telugu: పిరికివాడు; Thai: คนขี้ขลาด, ขี้ขลาด; Turkish: korkak, ödlek, tabansız; Ukrainian: боягуз, боягузка, страхополох; Uyghur: قورقۇنچاق; Uzbek: qoʻrqoq; Vietnamese: người nhát gan, người nhút nhát; Volapük: dredöfan, hidredöfan, jidredöfan, dredajiedan, dredahijiedan, dredajijiedan; Welsh: cachadur, cachgi, cachwr, llwfrgi, llyfrgi, cilgi; West Frisian: fiich, leffert; Yiddish: פּחדן, פּחדנטע, טרוס
lifeless
Afrikaans: leweloos; Bulgarian: безжизнен; Finnish: hengetön; Greek: άβιος, άψυχος; Ancient Greek: ἄψυχος; Latin: inanimus
inanimate
Armenian: անշունչ; Belarusian: нежывы, бяздушны; Bulgarian: бездушен, безжизнен; Catalan: inanimat; Chinese Mandarin: 無生命, 无生命; Dutch: levenloos; Esperanto: senviva; Finnish: eloton; Galician: inanimado; German: leblos; Greek: άψυχος; Ancient Greek: ἄψυχος; Ancient Greek: ἄπνευστος, ἄψυχος, ἄβροτος, ἄπνοος; Hungarian: élettelen; Latin: inanimus; Old English: līflēas; Pashto: بې سا; Romanian: inanimat, neanimat; Russian: неживой, бездушный, безжизненный; Spanish: inanimado; Turkish: cansız, ölü; Ukrainian: неживий, бездушний