δασοκόμος

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, η
1. ο ειδικός στη δασοκομία
2. υπάλληλος ειδικά εκπαιδευμένος για τη φύλαξη και επιτήρηση τών δασών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -κόμος < κομώ «φροντίζω»].