ο, η1. ο ειδικός στη δασοκομία2. υπάλληλος ειδικά εκπαιδευμένος για τη φύλαξη και επιτήρηση τών δασών.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -κόμος < κομώ «φροντίζω»].