-ή, -ό1. (για έδαφος) αμμώδης2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμμουδερότο αμμοδοχείο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε είτε από το ουσ. αμμούδα είτε από το θ. του πληθ. (άμουδες) της λ. άμμος με κατάλ. -ερός].