δυσαρμονία

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. έλλειψη αρμονίας, ασυμφωνία
2. το σύνολο τών διαταραχών που επέρχονται στη λειτουργία ορισμένων υγιών οργανισμών συστημάτων επειδή είναι συνδεδεμένα με άρρωστα όργανα ή οργανικά συστήματα.