ασυμφωνία

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

η (Α ἀσυμφωνία και ἀξ-)
έλλειψη συμφωνίας, διαφωνία, διαφορά
αρχ.
έλλειψη μουσικής αρμονίας.