διθάλαμος

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο
1. (για σπίτια) αυτό που έχει δύο θαλάμους
2. ιατρ. «διθάλαμος ή δίαυλος μήτρα» — μήτρα με ανώμαλη διάπλαση που παρουσιάζεται εξωτερικά σαν φυσιολογική ενώ εσωτερικά χωρίζεται με διάφραγμα σε δύο τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Σ. Ι. Κασιμάτη].