εγχειρίδιο

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM ἐγχειρίδιος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. μικρό βιβλίο που περιέχει τις κυριότερες γνώσεις σε μια επιστήμηεγχειρίδιο βοτανικής»)
αρχ.
Ι. 1. μικρό μαχαίρι, στιλέτο, κάμα
2. χειροκίνητο εργαλείο
επίθ. ἐγχειρίδιος, -ον
αυτός που κρατιέται στο χέρι.