έγκλημα

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM ἔγκλημα)
1. αυτό για το οποίο κατηγορείται κανείς, εγκληματική πράξη, κακούργημα («πάντων oὖv τούτων ἐγκλήματα ἔχοντες οἱ Κορίνθιοι», Θουκ.)
2. σοβαρή παράβαση γραπτού ή άγραφου νόμου («ὁ κατηγορούμενος... τόπον τε ἀπολογίας λάβοι περὶ τοῡ ἐγκλήματος», ΚΔ Πράξ.)
νεοελλ.
μεγάλη απερισκεψία, παραφροσύνηείναι έγκλημα η αδιαφορία σου»)
μσν.
διαφωνία, διένεξη
αρχ.-μσν.
κατηγορία, καταγγελία
αρχ.
1. αντικείμενο μομφής, καταγγελίας
2. πράξη που προκαλεί κατηγορία ή ντροπή
3. (στους ρήτορες) έγγραφη κατηγορία που γίνεται στο δικαστήριο για κατηγορίες σχετικές με ιδιωτικές υποθέσεις.