διένεξη

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

η (Μ διένεξις)
διαφορά, φιλονικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαρμφ. διενεγκείν του αορ. διήνεγκον του ρ. διαφέρω].