η (Α ἐκκένωσις)
αποχώρηση από χώρο ή περιοχή («διατάχτηκε εκκένωση του κτηρίου»)
νεοελλ.
1. εγκατάλειψη φρουρίου ή χώρας με αποχώρηση του στρατού που τά κατέχει
2. φρ. «ηλεκτρική εκκένωση» — διέλευση ηλεκτρικών φορτίων μέσα από μονωτική ύλη, τον αέρα ή αραιωμένα αέρια.