εκκένωση

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἐκκένωσις)
αποχώρηση από χώρο ή περιοχή («διατάχτηκε εκκένωση του κτηρίου»)
νεοελλ.
1. εγκατάλειψη φρουρίου ή χώρας με αποχώρηση του στρατού που τά κατέχει
2. φρ. «ηλεκτρική εκκένωση» — διέλευση ηλεκτρικών φορτίων μέσα από μονωτική ύλη, τον αέρα ή αραιωμένα αέρια.