ἐκτελέθω
English (LSJ)
A spring from, τινός Emp.17.10.
German (Pape)
[Seite 780] entstammen, τινός, Empedocl. 49.101.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτελέθω: παράγομαι, ἠδὲ πάλιν διαφύντος ἑνός, πλέον’ ἐκτελέθουσιν Ἐμπεδ. 70. 155.
Spanish (DGE)
resultar, venir a ser διαφύντος ἑνὸς πλέον' ἐκτελέθουσι Emp.B 17.10, B 26.9.