ψηφάς

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

άδος, ὁ,

   A juggler, Cat.Cod.Astr.7.118, 8(3).110, 8(4).217.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφάς: -άδος, ὁ, ὀφθαλμοπλάνος, γόης, ὥσπερ οἱ λεγόμενοι ψηφάδες.. ὁ ἀντίχριστος ἐρχόμενος πλανᾷ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων Ἀθαν. 2, 298C· ὡσαύτως ψηφᾶς, ἃ ἴδε Δουκάγγ.· πρβλ. ψηφοπαίκτης.

Greek Monolingual

και ψηφᾱς, -άδος, ὁ, Α
θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργόςὥσπερ οἱ λεγόμενοι ψηφάδες... ὁ ἀντίχριστος ἐρχόμενος πλανᾷ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. κοιλ-άς)].