ψυχανθή

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τα, Ν
βοτ. άλλη ονομασία της οικογένειας φαβίδες της τάξης φυτών φαβώδη, αλλ. παπιλιονίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή «πεταλούδα» + άνθος. Η λ., που είναι απόδοση διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. papillionaceae, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].