ὠδινολύτης

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A setting free from pain, name of a kind of shell-fish, Plin.HN32.6.

Greek (Liddell-Scott)

ὠδῑνολύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ λύων τὰς ὠδῖνας, ἐπίθετον ἰχθύος ὃς ἐκαλεῖτο ἐχενηΐς, Λατιν. remora, Πλίν. 32. 1.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως ονομασία ψαριού) αυτός που απαλλάσσει από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠδίς, -ῖνος + -λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο-λύτης].