ωρολόγιον
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α
ὡρεῑον, σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡρεῖον «αποθήκη σιτηρών» + -λόγιον].———————— (II)
τὸ, ΜΑ
βλ. ωρολόγιο.
(I)
τὸ, Α
ὡρεῑον, σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡρεῖον «αποθήκη σιτηρών» + -λόγιον].———————— (II)
τὸ, ΜΑ
βλ. ωρολόγιο.