ἐνοικητήριον

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

τό,

   A abode, Poll.1.73.

German (Pape)

[Seite 849] τό, Wohnort, Poll. 1, 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοικητήριον: τό, οἰκητήριον, οἴκημα, Πολυδ. Α΄, 73.

Spanish (DGE)

-ου, τό habitaciónde una casa, Poll.1.73.

Greek Monolingual

ἐνοικητήριον, το (Α) ενοικώ
τόπος για κατοικία, οίκημα.