ενοικώ

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source

Greek Monolingual

(AM ἐνοικῶ, -έω) ένοικος
1. κατοικώ, μένω σ' έναν τόπο (κατοικία, πόλη κ.λπ.)
2. παρίσταμαι κάπου
3. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («ὅσοι ἐνῳκήκασιν ἐν τοῖς φυσικοῖς» — όσοι έχουν ασχοληθεί με τα σχετιζόμενα με τη φύση, Αριστοτ.).