ἐξολόθρευμα
German (Pape)
[Seite 886] τό, das Zerstörte, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξολόθρευμα: τό, τὸ ἐξολοθρεύειν, καταστρέφειν ἐντελῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΕ΄, 21)· οὕτω καὶ ἐξολόθρευσις, εως, ἡ, Μακκ. Ζ΄. 7, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 6· ― ὡσαύτως ἐξολοθρευτής, οῦ, ὁ, καταστροφεύς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 1142Ε, καὶ ἐξολοθρευτικὸς, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 443. Τὸ ῥῆμα εἶναι ἐξολοθρεύω, καταστρέφω ἐντελῶς, Πράξ. Ἀποστ. 3. 23. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 11, 1, συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ.
Greek Monolingual
και ξολόθρεμα, το (AM ἐξολόθρευμα) εξολοθρεύω
εξολόθρευση, εξόντωση.