αγκαλιά

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η αγκάλη (βλ. ερμ. 1, 2, 3 και νεοελλ.)
2. σιδερένιο τεμάχιο της στέγης σε σχήμα Π, που περιβάλλει τον κεντρικό ορθοστάτη (κν. μπαμπά)
3. (ως επίρρ.) στην αγκαλιά, αγκαλιαστά, αγκαλιασμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τύπος του αγκάλη με την κατάλ. -ιά (< -εά < -έα), αρχ. σημ. «ό,τι χωράει μια φορά στην αγκάλη», πρβλ. πιρουνιά, ποτισιά, αλωνιά κ.λπ.
ΠΑΡ. αγκαλιάζω].