-η, -ο (Α ἀγχέμαχος, -ον)(για όπλα) αυτός που χρησιμοποιείται για μάχες εκ του συστάδην (σώμα προς σώμα)αρχ.αυτός που μάχεται εκ του πλησίον, από κοντά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + μάχη.ΠΑΡ. μσν. ἀγχεσίμαχος].