αγριάνθρωπος

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α ἀγριάνθρωπος) και αγριάθρωπος, ο (Ν)
άνθρωπος που ζει σε άγρια κατάσταση, μακριά από κατοικημένους τόπους, σε δάση και ερημιές, απολίτιστος
νεοελλ.
1. άνθρωπος που η ψυχή και οι τρόποι του ταιριάζουν σε άγριο, τραχύς, άξεστος, αιμοβόρος
2. δύστροπος, ακοινώνητος, μισάνθρωπος
3. άνθρωπος με άγρια όψη.