ἐξιονθίζω

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

(ἴονθος) , τρίχα

   A shoot out hair, S.Fr.729.

German (Pape)

[Seite 882] τρίχα Soph. frg. 653, Hesych. ἐκδίδωμι, hervorbringen. Vgl. ἰονθάς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῐονθίζω: (ἴονθος), φύω, «ἐξιονθζω τρίχα, ἐκδίδωμι· ἔστι γὰρ ἴονθος ῥίζα τριχῶν ἢ τὸ ὑπερέχον» Ἡσύχ. Ὁ Ἀπολλ. ἐν Λεξικῷ Ὁμηρ. λέγει: «τὰς γὰρ τῶν τριχῶν ῥίζας ἰόνθους λέγει Σοφοκλῆς ἐν Χρύσῃ, ἐγὼ μέλαιναν ἐξιονθίζω τρίχα» (Σοφ. Ἀποσπ. 653).

Greek Monolingual

ἐξιονθίζω (Α)
φρ. «ἐξιονθίζω τρίχα» — αρχίζει η τριχοφυΐα μου, βγάζω τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιονθίζω (< ίονθος «πρώτα γένεια») τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο].