επέλευση

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἐπέλευσις)
μσν.- νεοελλ.
1. έλευση, ερχομός απροσδόκητος
2. επίθεση
αρχ.-μσν.
επιθεώρηση, εξερεύνηση
αρχ.
1. τυχαίο γεγονός
2. δικαστική δίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλευσις (< μέλλ. ελεύσ-ομαι, του ρ. έρχομαι)].