επέλευση
Greek Monolingual
η (AM ἐπέλευσις)
μσν.- νεοελλ.
1. έλευση, ερχομός απροσδόκητος
2. επίθεση
αρχ.-μσν.
επιθεώρηση, εξερεύνηση
αρχ.
1. τυχαίο γεγονός
2. δικαστική δίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλευσις (< μέλλ. ελεύσ-ομαι, του ρ. έρχομαι)].
η (AM ἐπέλευσις)
μσν.- νεοελλ.
1. έλευση, ερχομός απροσδόκητος
2. επίθεση
αρχ.-μσν.
επιθεώρηση, εξερεύνηση
αρχ.
1. τυχαίο γεγονός
2. δικαστική δίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλευσις (< μέλλ. ελεύσ-ομαι, του ρ. έρχομαι)].