ἐξορθιάζω (Α)1. φωνάζω δυνατά, διακηρύσσω2. φρ. «ἐξορθιάζων τῷ αἰδοίῳ» — με σηκωμένο το πέος (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορθιάζω «φωνάζω με οξεία φωνή» (< όρθιος < ορθός)].