ορθιάζω

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source

Greek Monolingual

ὀρθιάζω) όρθιος
στήνω κάτι όρθιο, ορθώνω
(αρχ)
1. μιλώ με δυνατή φωνή, υψώνω τη φωνή, φωνάζω («ὀρθιάζοντες γόοις», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρθιάζειν
μαντεύεσθαι».