επήκοος
Greek Monolingual
-ον (AM ἐπήκοος, -ον Α και δωρ. τ. έπάκοος, -ον)
φρ. «εἰς ἐπήκοον» — σε τέτοια απόσταση ή θέση που να ακούν όλοι («ἔστησαν εἰς ἐπήκοον», Ξεν.)
αρχ.
1. αυτός που ακούει με προσοχή («τῶνδ' ἐπήκοοι κακῶν», Αισχύλ.)
2. (για θεούς) αυτός που εισακούει τις προσευχές («εἰ καὶ πρότερόν ποτ' ἐπηκόω ἤλθετον», Αριστοφ.)
3. υπάκουος
4. ακουστός
5. μάρτυρας σε συναλλαγή
6. στον πληθ. ἐπήκοοι
απεσταλμένοι, πρεσβευτές. (Επίρρ.) ἐπηκόως (Α)
έτσι ώστε να ακούγεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακούω, το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου εκτάσεως εν συνθέσει].