ακουστός
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
Greek Monolingual
–ή, -ό (Α ἀκουστός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει αισθητός με την ακοή
νεοελλ.
1. ξακουστός, φημισμένος, διάσημος
2. φρ. «έχω κάποιον ή κάτι ακουστά», γνωρίζω εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή κάτι
αρχ.
(με άρν.) αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δυνατόν να ακουστεί, ο ανήκουστος.
3. (Φυσ.) Ακουστός χαρακτηρίζεται ο ήχος που μπορεί να γίνει αντιληπτός από έναν φυσιολογικό ακροατή. Ακουστοί είναι οι ήχοι με συχνότητες από 20 ως 20.000 χερτζ που η έντασή τους περιλαμβάνεται μεταξύ 0 και 120 περίπου ντεσιμπέλ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκούω.
ΠΑΡ. ἀκουστικός
νεοελλ.
ακουστά, ακουστότητα].