διερευνητής

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A scout or vedette, X. Cyr.5.4.4, 6.3.2.    II spy, D.H.4.43.

Greek (Liddell-Scott)

διερευνητής: -οῦ, ὁ ἀκριβὴς ἐρευνητής, κατοπτευτής, Ξεν. Κύρ, 5. 4, 4., 6. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
explorateur, investigateur.
Étymologie: διερευνάω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
explorador X.Cyr.5.4.4, 6.3.2
espía, agente D.H.4.43, D.C.79.13.4.

Greek Monolingual

ο (Α διερευνητής) διερευνώ
σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής
αρχ.
κατάσκοπος.