ο (AM ἐλάτης)νεοελλ.στρατιώτης του πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό άλογο του ζεύγους ελάσεωςμσν.1. (για πουλί) φτερούγα2. κλαδί δέντρουαρχ.1. ελατήρ2. ως επίθετο του Ποσειδώνος στην Αθήνα.