ελατήρ
From LSJ
Greek Monolingual
και ελατήρας, ο (AM ἐλατήρ, ο
θηλ. ἐλάτειρα, η)
μυς που κινεί φτερά ή μέλη σώματος
νεοελλ.
1. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών ελατηριδών
2. πληθ. οι ελατήρες
ειδικοί σωληνίσκοι ωρισμένων φυτών με τους οποίους εκσφενδονίζονται μακριά τα ώριμα σπέρματα
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που κυνηγά ή καταδιώκει κάποιον
2. ως ουσ. α) αρματηλάτης, ηνίοχος
β) κωπηλάτης
γ) είδος γλυκού που προσφερόταν στους βωμούς τών θεών.