ἑτοιμόπτωτος, -ον (Α)ο έτοιμος να πέσει, ο υποκείμενος ή επιρρεπής σε πτώση ή σε ολίσθηση, ο επισφαλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πτωτός (< πίπτω)].