και -άω (μέσ. -ιέμαι και -ιούμαι)1. δροσίζω, ραντίζω με δροσιά, υγραίνω2. γίνομαι δροσερός, φέρνω δροσιά («ο καιρός άρχισε να δροσολογάει»)3. δροσολογούμαιαισθάνομαι ευχάριστο αίσθημα δροσιάς.