ἐπιρροίβδην

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

Adv.

   A with noisy fury, E.HF860 (troch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρροίβδην: Ἐπίρρ. ὡς τὸ ῥύδην, μετὰ ἠχηρᾶς καὶ μανιώδους ὁρμῆς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860.

French (Bailly abrégé)

adv.
de manière à engloutir dans un tourbillon.
Étymologie: ἐπιρροιβδέω.

Greek Monolingual

ἐπιρροίβδην (Α)
επίρρ. με ορμητική επίθεση και θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. επιρροίβδην αντί επιρροιβδήδην (επί + ροιβδηδόν «θορυβωδώς»), με συλλαβική ανομοίωση].