εσωφόρι

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και εσωφόριο, το (Μ ἐσωφόριον και σωφόριν)
εσώρουχο που φορούν οι γυναίκες μέσα από το κανονικό φόρεμα, το μεσοφόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + -φόρι(-ον) < φορώ
πρβλ. πανω-φόρι(-ον)].