ειλίπους

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

εἰλίπους, -ουν (Α)
1. αυτός που συστρέφει το πόδι όταν βαδίζει (ομηρικό επίθετο τών βοδιών επειδή όταν βαδίζουν διαγράφουν με το πέλμα τμήμα κύκλου)
2. ως ουσ. εἰλίποδες
βόδια
3. φρ. «γυναῑκες εἰλίποδες» — οι γυναίκες που πλέκουν τα πόδια γύρω στο κορμί του άντρα.