είσπλους

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (AM εἴσπλους, Α και εἴσπλοος)
1. είσοδος πλοίων σε λιμάνι
2. το στόμιο λιμένος («μὴ στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν»)
αρχ.
το δικαίωμα είσπλου, εισόδου.