ο (AM εἴσπλους, Α και εἴσπλοος)1. είσοδος πλοίων σε λιμάνι2. το στόμιο λιμένος («μὴ στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν»)αρχ.το δικαίωμα είσπλου, εισόδου.