αγριέλαιος

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀγριέλαιος, -ον (Α)
ἀγριελαία
1. ο σχετικός με την αγριελιά ή αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς
2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) ἀγριέλαιος
α) η αγριελιά
β) (Εκκλ.) μεταφορικά, ο μη χριστιανός, ο ειδωλολάτρης: «ἡ ἀγριέλαιος ἐγκεντρισθεῑσα τῷ ὄντως καλῷ καὶ ἐλεήμονι λόγῳ... καλλιέλαιος γίγνεται».